- θιός
- I ο обл см. θεός 1;
θιός σχωρέσ' τον — вечная ему память
θιός2II ο дядя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θιός σχωρέσ' τον — вечная ему память
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θιός — ο (ΑΜ θιός) θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ. β. «θιός σχωρέσ τον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. τού θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή τού ατόνου [e] σε ημίφωνο [i] προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
λάθιος — λάθος escape from detection neut gen sg (doric) λά̱θιος , λᾶθος neut gen sg (doric) λά̱θιος , λῆθος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dieu — Pour les articles homonymes, voir Dieu (homonymie) … Wikipédia en Français
HYACINTHUS Flos — lugubres notas foliis praefert, et ex duplici fabula funus ostentat: altera, quae sanguine Aiacis florem asserit editum, cuius et nomen foliis inscriptum praefert, venis, quae per illum discurrunt, linearum ductu literas illas αἲ αἲ… … Hofmann J. Lexicon universale
TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… … Hofmann J. Lexicon universale
επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
θιάμα — και θυάμα, το βλ. θαύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θάμα με ανάπτυξη ημιφώνου [ι] κατ αναλογία ή ίσως και κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θιός*. Ο τ. θυάμα και τα υποτιθέμενα παράγωγα του θυαμάζομαι και θυαμαίνομαι αποτελούν απλώς εσφ. γρφ. τών θιάμα,… … Dictionary of Greek
Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… … Dictionary of Greek